«Δῶρα στὰ χέρια του πολλὰ καὶ ἔμορφα κρατεῖ ὁ Μάιος» του π. Κων. Ν. Καλλιανού

thumbnail (1)

Ἀπὸ τὰ πολλὰ καὶ ποικίλα δῶρα ποὺ φέρνει ὁ μῆνας Μάιος, ἡ κορύφωση τῆς Ἀνοιξεως, εἶναι καὶ οἱ χαρισματικές του εὐωδιές, ποὺ ἀναπαύουν τὴν ἀνθρώπινη ψυχή, ποὺ τῆς χαρίζουν τὴν εὐλογία τοῦ Δημιουργοῦ καὶ τὴν ἐπίγνωση ὄτι ή φύση, ὡς Δῶρο Θεοῦ, στέλνει στὸν  καθένα ποὺ θὰ τὴν ἐπισκεφτεῖ τὰ πρόσφορα τῆς φροντίδας της γιὰ τὴ συνέχιση τῆς ζωῆς. Γι᾿ αὐτό, ἄν προσέξει ὁ κάθε συνειδητὸς φυσιολάτρης καὶ ἄνθρωπος ποὺ σέβεται τὸν κόσμο, τὴν ὁμορφιὰ δηλαδὴ ποῦ εἶναι σπαρμένη γύρω μας, θὰ διαπιστώσει ὅτι ὁ κάθε μῆνας ἔχει καὶ τὰ δικά του στολίδια, τὶς δικές του εὐωδιές καὶ προσφορές. Ἀκόμα καὶ μέσα στὸ χειμῶνα, ἄν ψάξει,  θὰ βρεῖ ὁ ἄνθρωπος τὰ θαυμάσια χόρτα τοῦ ἀγροῦ,  ποὺ ἀνασταίνουν τὴν ψυχὴ μὲ τὸ ἄρωμά τους.

Ἔτσι κι ὁ Μάιος, ὁ πλούσια ἀνθοστολολισμένος μῆνας, ποὺ ἀπὸ τὶς εὐωδιὲς τῆς Κατανύξεως τῆς Μ. Ἑβδομάδας μᾶς φέρνει σιμὰ στὶς ἄλλες εὐωδιές, ἐκεῖνες τῆς άνοίξεως ποὺ ὠριμάζει πιά. Καὶ πόσες δὲν εἶναι αὐτές!!

πάσχα

Ἐπίτηδες καταφεύγω στὸν ἀείμνηστο καὶ πάντα ἀγαπημένο μου Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, γιὰ νὰ θυμίσω κάποιες ἀπὸ τὶς εὐλογίες ποὺ μᾶς κομίζει ὁ Μάης. Κι οἱ εἰκόνες αὐτές, ποὺ εἶναι παρόμοιες μὲ αὐτὲς ποὺ ζήσαμε, θὰ πρέπει νὰ πληροφορηθεῖ ὁ ἀναγνὠστης, πὼς εἶναι ἀπὸ τὴν ἀπέναντι Σκιάθο…

magiatiko

«Τώρα τὸν Μάϊον, τὴν ἔβλεπον [τὴ θειά-Ζωΐτσα] νὰ κουβαλῇ εἰς τὴν πτωχικήν της οἰκίαν τὰ ὡραῖα ἐκεῖνα λευκὰ καὶ μεγάλα σκόροδα, εἰς μακροὺς ὁρμαθούς, τὰ ὁποῖα μόνη τῆς ἐκαλλιέργει…. Τὴν ἔβλεπον νὰ φέρῃ με τὰ κοφίνια ἐκεῖνα τὰ σπάνια πλατοκούκκια, τρυφερὰ καὶ μεγάλα, εὐωδιάζοντα ἄνοιξιν, καὶ τὶς εὔμορφες στρογγυλὲς καὶ βυσσινοβαμμένες ἀγγινάρες…. Τὴν ἔβλεπον νὰ φορτώνεται ἀβασταγιὲς τὸ πρωὶ μὲ τὴν δρόσον τὰ τρυφερὰ μάραθα καὶ τὰ δροσόπλαστα κρεμμυδάκια καὶ τὸ εὐῶδες ἡδύοσμον, ποὺ εὐωδίαζεν ὁ δρόμος ὅταν περνοῦσε….».

Ὅμως ἄς θυνηθοῦμε καὶ τὰ ἐδέσματα ποὺ εὐωδίαζαν τὶς γειτονές, τὰ μαγιάτικα ἐδέσματα, ὅπως τὰ ὑπέροχα «ἀγγιναρουκούκια» μὲ φρέσκο, δροσερὸ ἄνιθο, μαραθο καὶ κρεμύδι φρέσκο μαγειρεμένα. Ἤ τὶς «ἀγγινάρες μὲ τὸ ρύζι» καὶ σιμὰ σ᾿ αὐτὰ τὰ περίφημα «γιαπράκια», μὲ τὰ φύλλα τὰ πρῶτα τῆς ἀνοιχτοπράσινης κληματαριᾶς.

Κι ἀφοῦ γίνεται λόγος γιὰ τὶς ἀγγινάρες, ποιὸς δὲ θυμᾶται τὸν ἑαυτό του νὰ «ξεφυλλίζει»τὴν τρυφερὴ ἀγγινάρα καὶ τὴν τρώει ὠμή…Ἰδίως ἐκείνη ἡ «καρδιά»…Τὶ γλυκύτητα ἄφηνε στὸ στόμα καὶ …«γιώσιμο»στὰ δάχτυλα.

Φυσικὰ δὲ λείπανε καὶ τὰ βλαστάρια μὲ τὰ μάραθα καὶ τοῦς κεφαλάδες, ποὺ ὅταν τὰ βράζανε μοσχοβολοῦσε ὁ τόπος. Μάλιστα, τὶς μέρες τὶς πασχαλινὲς τὰ συνδύαζαν μὲ ἀβγὰ καὶ τυρὶ φρέσκο. Καὶ τ᾿ ἀβγά, γιὰ νὰ βράσουν,  τὰ ρίχνανε μέσα στὸ θερμό, ἀφοῦ βγάζανε τὰ βρασμένα τὰ χόρτα. Κι ἔπαιρναν μιὰν εὐωδιά….

Μὲ τὰ χρόνια ποὺ πέρασαν, ξεχάστηκαν πολλὰ καὶ χρήσιμα. Γιατὶ οἱ νέοι ρυθμοὶ ζωῆς, ἀπαίτησαν ἀπὸ τὸν σύγχρονο ἄνθρωπο νὰ λησμονήσει ἀκόμα καὶ τὰ εὐωδιαστὰ «ἀγγιναροκούκια», θυσιάζοντάς τα στὸ βωμὸ τῶν fastfood. Ἀλίμονο, δηλαδή.

Στὸ περίθώριο τῶν παραπάνω θὰ πρέπει νὰ προσθέσουμε κι αύτό: τὶς εὐωδιὲς ποὺ σκορποῦσαν τὰ μαγιάτικα τὰ τριαντάφυλλα ποὺ τὰ μάζευαν αὐγή-αὐγή, μὲ τὴ δροσιὰ τῆς νύχτας στολισμένα, νὰ τὰ «μπελονιάσουν» ὕστερα οἱ νοικοκυρές, ἀφοῦ τὰ μαδοῦσαν προσεχτικά, νὰ τὰ βάλλουν μέσα σὲ μεγάλες γυάλινες γυάλες κι ὕστερα νὰ τὰ τοποθετήσουν στὸν ἥλιο, γιὰ νὰ βγεῖ τὸ ἁγιασμένο ροδόσταμο. Καὶ τὸ λέω ἁγιασμένο, γιατὶ τὸ «προυφαντό», τὸ πρῶτο δηλαδή, τὸ προόριζαν γιὰ τὀ ναό τῆς ἐνορίας τους μὲ σκοπὸ νὰ προσφερθεῖ ἀντὶ κολώνιας στὶς μεγάλες γιορτὲς καὶ πανηγύρεις, ἰδιάιτερα δὲ γιὰ τὸν Ἐπιτάφιο. Γιατὶ ὅταν ἔφτανε ἡ ὥρα νὰ ραντιστεῖ ὁ Ἐπιταφιος καὶ στὴ συνέχεια οἱ πιστοί, στό «Ἔρραναν τὸν τάφο…», τότε ὁ ραντισμὸς γίνονταν μὲ ροδόσταμο καθαρό κι ὄχι μὲ ἀρώματα φερμένα ἀπὸ ἂλλοῦ.

Καὶ τὸ πιὸ σπουδαῖο ἦταν πὼς τὰ σπίτια δὲν εὐωδίαζαν μοναχά ἀπὸ τὰ παραπάνω γευστικὰ  φαγητά. ἀλλὰ καὶ ἀπό τὰ ξερὰ τὰ φύλλα τῶν μαγιάτικων τριαντάφυλλων, ποὺ μετὰ τὴ συλλογὴ τοῦ ροδόσταμου δὲν τὰ πετοῦσαν, ἀλλὰ τὰ βάζανε οἱ παλιὲς νοικοκυρὲς μὲσα σὲ δίχτυα ἤ λεπτὰ κομμάτια ἀπὸ ὕφασμα καὶ τὰ κρεμοῦσαν πίσω ἀπό τὶς πόρτες τῶν σπιτιῶν, γιὰ νὰ  εἶναι ἡ ὁμορφιὰ τῆς ἄνοιξης πάντα παροῦσα στὸ σπίτι καὶ στὴ ζωή τους.

π. Κων. Ν. Καλλιανός   

γλυκό τριαντάφυλλο1

Υ.Γ.  Να προσθέσω κι εγώ τη δική μου ανάμνηση των παιδικών χρόνων στη Γλώσσα Σκοπέλου…

Μέσα στη θύμισή μου είναι ακόμη η γυάλα με την αρμάθα από τα ροζ ροδοπέταλα εκεί στην άκρη του σιδερένιου μπαλκονιού να ιδρώνει από τη ζέστη του ήλιου και να στάζει τον μυρωδάτο ιδρώτα της πολύτιμο. Έργο της συνονόματης γιαγιάς μου, της Ρίτας…

Κι η άλλη παιδική, τρυφερή ανάμνηση, η νωπή ακόμη αρμάθα κάτω από το άσπρο με το κοφτό κέντημα μαξιλάρι για μυρωδάτα, μαγιάτικα όνειρα.  

unnamed (4)

Το χωριό μου, η Γλώσσα Σκοπέλου με τη γιαγιά τη Ρίτα και τον παππού τον Νίκο χαϊδεύει τη σκέψη σήμερα σαν αναπολώ εκείνη τη ροζ τριανταφυλλιά στον κήπο…

Σχολιάστε